ιδιοσυγκρασία

ιδιοσυγκρασία
Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών-φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας και υποστήριζε ότι οι ιδιότητες του ατόμου ήταν αποτέλεσμα της ανάμειξης των τεσσάρων θεμελιωδών χυμών του σώματος (αίμα, λέμφος, κίτρινη χολή και μέλαινα χολή), ενέπνευσε μερικούς σύγχρονους φυσιολόγους και ψυχολόγους να αποδώσουν ορισμένες ψυχολογικές ιδιότητες (συγκινητικότητα κ.ά.) στη δράση ειδικών ορμονών (ενδοκρινολογία). Κάποια αντιστοιχία προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βρεθεί σε παθολογικές περιπτώσεις (όπως όταν μια βαριά ανεπάρκεια του θυρεοειδή προκαλεί νωθρότητα συμπεριφοράς). Όμως, στα φυσιολογικά άτομα δεν είναι σαφής μια τέτοια ομόφωνη αντιστοιχία μεταξύ ενδοκρινικών λειτουργιών και σημείων της προσωπικότητας. Η σεξουαλική συμπεριφορά του ανθρώπου δεν εξαρτάται απόλυτα από τους ενδοκρινείς αδένες (για παράδειγμα, στις σεξουαλικές ανωμαλίες μόνο κατ’ εξαίρεση έχει αποδειχθεί η ύπαρξη μιας ορισμένης ενδοκρινικής διαμόρφωσης). Η ι. μπορεί να θεωρηθεί ως το ιδιαίτερο εκείνο σύνολο των έμφυτων ροπών με το οποίο είναι εφοδιασμένο κάθε ον (ζώο ή άνθρωπος) και το οποίο του δίνει διαφοροποιητική αξία σε σχέση με τα άλλα άτομα του ίδιου είδους. Η ι. είναι σχετικά πιο ομοειδής σε σχέση με το εύρος της κλίμακας των διαφορών που υπάρχουν στη συμπεριφορά των ατόμων. Στον άνθρωπο αυτές οι διαφορές αποδίδονται κατά ένα μεγάλο μέρος στα αποτελέσματα της αγωγής που είχε λάβει. Αυτή μετέβαλε την πρωταρχική ι. σε σύμμορφο χαρακτήρα με την ιστορία του ατόμου, που έζησε για αρκετό διάστημα σε ένα ορισμένο περιβάλλον κοινωνικής αγωγής. (Ιατρ.) Ειδικό αντιδραστικό φαινόμενο που εμφανίζουν κάποια άτομα όταν λάβουν ορισμένες ουσίες από το στόμα ή παρεντερικά, ακόμα και όταν έρθουν σε απλή επαφή με αυτές. Η αντίδραση στις περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζεται από εκδηλώσεις αλλεργικού τύπου (άσθμα, κνίδωση, οιδήματα, σοκ), ανεξάρτητες από την ενδεχόμενη φαρμακολογική δράση της ουσίας. Εμφανίζονται ακόμη και κατά την πρώτη επαφή του οργανισμού με αυτή, δίχως δηλαδή να μπορεί να αποδειχθεί προηγούμενη ευαισθητοποίηση του ατόμου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της πραγματικής αλλεργίας. Η τάση εμφάνισης φαινομένων ι. έχει χαρακτήρα ιδιοσυστατικό, σαφώς κληρονομικής προέλευσης.
* * *
η (Α ἰδιοσυγκρασία)
ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται, σε κάθε άτομο, οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη συμπεριφορά του
νεοελλ.
1. ιατρ. ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης κάθε ατόμου, που τό οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς
2. φρ. «από ιδιοσυγκρασία» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + σύγκρασις + κατάλ. -ια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιοσυγκρασία — η ιδιαίτερη οργανική ή ψυχολογική σύσταση: Έχει ασθενική ιδιοσυγκρασία. – Είναι ζωηρός από ιδιοσυγκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰδιοσυγκρασίας — ἰδιοσυγκρασίᾱς , ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem acc pl ἰδιοσυγκρασίᾱς , ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοσυγκρασίαν — ἰδιοσυγκρασίᾱν , ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιοσυγκρασιῶν — ἰδιοσυγκρασία peculiar temperament fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… …   Dictionary of Greek

  • Idiosyncrasy — Idiosyncrasy, from Greek ιδιοσυγκρασία, idiosunkrasia , a peculiar temperament , habit of body ( idios one s own and syn krasis mixture ) is defined as an individualizing quality or characteristic of a person or group, and is often used to… …   Wikipedia

  • Idiosynkratisch — Idiosynkrasie (griechisch ιδιοσυνκρασία, „die Selbst Eigenheit“, „der Selbst Charakter“; idios Eigen, Selbst und syn krasis Mischung, Zusammenmengung) lässt sich am besten mit dem Wort Eigentümlichkeit übersetzen. Je nach Kontext bezeichnet man… …   Deutsch Wikipedia

  • Idiosincrasia — Para otros usos de este término, véase Idiosincrasia (farmacología). La idiosincrasia proviene del griego ἰδιοσυγκρασία; temperamento particular . Palabra que denota: Rasgos, temperamento, carácter, pensamiento, etc. Pueden ser distintivos y… …   Wikipedia Español

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”